μεγαλόδους

From LSJ
Revision as of 15:15, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλόδους Medium diacritics: μεγαλόδους Low diacritics: μεγαλόδους Capitals: ΜΕΓΑΛΟΔΟΥΣ
Transliteration A: megalódous Transliteration B: megalodous Transliteration C: megalodous Beta Code: megalo/dous

English (LSJ)

οντος, ὁ, ἡ, A with large teeth, gloss on ἀργιόδους, EM 137.6.

German (Pape)

[Seite 106] οντος, großzahnig, E. M. 137, 6.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλόδους: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μεγάλους ὀδόντας, Ἐτυμ. Μέγ. 137. 6.

Greek Monolingual

ο, η (Α μεγαλόδους, -οντος)
αυτός που έχει μεγάλα δόντια
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο μεγαλόδους
(παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος δίθυρων μαλακίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -ὀδούς, -όντος (πρβλ. λευκ-όδους)].