ματαιότεχνος
From LSJ
Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.
Greek (Liddell-Scott)
ματαιότεχνος: -ον, ὁ μετερχόμενος ματαίαν καὶ ἀνωφελῆ τέχνην, ἐκ τοῦ Θησ. Στεφ. ἄνευ μαρτυρ.
Greek Monolingual
ματαιότεχνος, -ον (Α)
αυτός που ασχολείται με μάταιη και ανώφελη τέχνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + -τεχνος (< τέχνη), πρβλ. λεπτότεχνος, πολύ-τεχνος].