μερί
From LSJ
Greek Monolingual
και μηρί, το (ΑM μηρίον, Μ και μηρίν και μερίν και μερί και μέρι)
ο μηρός
νεοελλ.
στον πληθ. τα μεριά
α) οι λαγόνες και το μεταξύ αυτών τμήμα του σώματος
β) τα πλευρά της πρύμνης πλοίου
μσν.
1. βάση, υποστάτης
2. φρ. «ἐβγαίνω ἀπὸ μερί» — κατάγομαι
αρχ.
συν. στον πληθ. τα μηρία
τα μηριαία οστά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μερί < μερ-ίον (με τροπή του /i/ σε /e/ προ του -ρ-, πρβλ. σίδηρος > σίδερο) < μηρ-ίον, υποκορ. του μηρός].