μηλόμασθος

From LSJ
Revision as of 06:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source

Greek (Liddell-Scott)

μηλόμασθος: ἡ, ἡ ἔχουσα μαστοὺς ὡς μῆλα, Ἰσ. Πορφυρογέν. ἐν Allat Exc. 316.

Greek Monolingual

μηλόμασθος, ἡ (Μ)
αυτή που έχει μαστούς σαν μήλα ως προς το μέγεθος ή το σχήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + -μασθός (< μασθός «στήθος»), πρβλ. βού-μασθος, γυναικό-μασθος].