μοιρασιά
From LSJ
ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues
ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues
και μοιρασά και μοιρασιά, η (Μ μοιρασιά και μερασία)
μοίρασμα, διανομή
μσν.
1. η πράξη της διαίρεσης στα μαθηματικά
2. μερτικό, μερίδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοιράζω (πρβλ. ανεβασιά < ανεβάζω)].