Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
-ον, ΜΑ
1. αυτός που έχει χρυσά άνθη, χρυσανθής
2. το ουδ. ως ουσ. βλ. χρυσάνθεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -άνθεμος (< ἄνθεμον «λουλούδι»), πρβλ. φιλ-άνθεμος].