χρηματοδότης

Revision as of 19:57, 28 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3_47-test)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, θηλ. χρηματοδότρια, Ν
φυσικό ή νομικό πρόσωπο που παρέχει τα αναγκαία για τη λειτουργία μιας επιχείρησης ή για τη διεξαγωγή μιας δραστηριότητας χρηματικά μέσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρήμα, χρήματος + δότης (πρβλ. αιμο-δότης). Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].