χώρια

From LSJ
Revision as of 06:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source

Greek Monolingual

ΝΜ
επίρρ. χωριστά, ξεχωριστά
νεοελλ.
1. εκτός από («χώρια την κούραση, ξόδεψα και πολλά χρήματα»)
2. φρ. α) «χώρια τα καλοκαίρια» (με σκωπτική σημ.) λέγεται για όσους κρύβουν την ηλικία τους
β) «χώρια τα τσανάκια μας» — ζούμε ή εργαζόμαστε ή, γενικά, κάνουμε κάτι χωριστά
γ) «μαζί μιλάμε, χώρια καταλαβαίνουμε» — βλ. καταλαβαίνω
3. παροιμ. «όλοι αντάμα κι ο ψωριάρης χώρια» — λέγεται για κάποιον που, ενώ παρευρίσκεται σε μια εκδήλωση, δεν συμμετέχει ενεργά σ' αυτήν ή και τήν αντιστρατεύεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. χωρίς, κατά τα επιρρ. σε -α (πρβλ. αντάμα)].