ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning
το, Ν
1. η φυματίωση
2. μτφ. βάσανο, ταλαιπωρία («είναι χτικιό να πλένεις αυτές τις βρομιές»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρ. χτικιάζω (πρβλ. τρέχω: τρεχιό, φεύγω: φευγιό)].