τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life
το, Ν1. βοτ. το φυτό ψάθα2. ψάθινο ανδρικό καπέλο με στενό γείσο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάθα + υποκορ. κατάλ. -άκι (πρβλ. παιδ-άκι)].