ψευδοεπής
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
German (Pape)
[Seite 1394] ές, falsch, unwahr redend, lügend, Sp.
Greek Monolingual
-ές, Α
ψευδολόγος, ψεύτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + -επής (< ἔπος «λόγος»), πρβλ. ἀμετρο-επής].