ευάνθεμος

From LSJ
Revision as of 09:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ἐχθροῦ παρ' ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον → Inimicus homo nil umquam praestat utile → Von einem Feind kommt niemals etwas Nützliches

Menander, Monostichoi, 166

Greek Monolingual

εὐάνθεμος, -ον (Α)
1. αυτός που είναι γεμάτος άνθη, ο ανθηρός
2. το ουδ. ως ουσ. το ευάνθεμον
φυτό που μοιάζει με το χαμομήλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -άνθεμος (< άνθεμον «άνθος») πρβλ. πορφυρ-άνθεμος, φιλ-άνθεμος].