εὐάνθεμος
Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
English (LSJ)
εὐάνθεμον, flowery, blooming, φυά Pi.O.1.67; ἥβη AP7.602 (Agath.); ἶρις ib.4.1.9 (Mel.).
German (Pape)
[Seite 1056] blumenreich, blühend, φυή, Pind. Ol. 1, 67; ἥβη, Agath. 39 (VII, 602).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux belles fleurs, fleuri.
Étymologie: εὖ, ἄνθεμον.
Russian (Dvoretsky)
εὐάνθεμος: покрытый красивыми цветами, цветущий (ἶρις Anth.; перен.: φυά Pind.; ἥβη Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐάνθεμος: -ον, πλήρης ἀνθέων, ἀνθηρός, Πίνδ. Ο. 1. 109, Ἀνθ. Π. 4. 1, 9.
English (Slater)
εὐάνθεμος, -ον of blooming πρὸς εὐάνθεμον δ' ὅτε φυὰν λάχναι νιν μέλαν γένειον ἔρεφον (O. 1.67)
Greek Monolingual
εὐάνθεμος, -ον (Α)
1. αυτός που είναι γεμάτος άνθη, ο ανθηρός
2. το ουδ. ως ουσ. το ευάνθεμον
φυτό που μοιάζει με το χαμομήλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -άνθεμος (< άνθεμον «άνθος») πρβλ. πορφυράνθεμος, φιλάνθεμος].
Greek Monotonic
εὐάνθεμος: -ον (ἄνθεμον), λουλουδιασμένος, ανθισμένος, ανθηρός, σε Ανθ.