τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings
εὐάνθεμος, -ον (Α)1. αυτός που είναι γεμάτος άνθη, ο ανθηρός2. το ουδ. ως ουσ. το ευάνθεμονφυτό που μοιάζει με το χαμομήλι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -άνθεμος (< άνθεμον «άνθος») πρβλ. πορφυράνθεμος, φιλάνθεμος].