εύεδρος

From LSJ
Revision as of 09:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὔεδρος, -ον)
νεοελλ.
(ορυκτ.) ο κρύσταλλος που έχει κανονικές έδρες ή καθετί που έχει κανονικές κρυσταλλικές έδρες
αρχ.
1. (για θεούς) αυτός που έχει λαμπρή έδρα, λαμπρό θρόνο («ἰὼ μάκαρες καὶ εὔεδροι», Αισχύλ.)
2. αυτός που κάθεται καλά, στέρεα
3. εδραιωμένος καλά, ισορροπημένος
4. (για πλοίο) αυτός που έχει καλά καθίσματα, ο εΰσσελμος
5. ο ταιριαστός, ο αρμόδιος
6. φρ. «καθέδρα εὔεδρος» — ασφαλές κάθισμα πάνω στο άλογο
7. φρ. «ὄρνιν οὐκ εὔεδρον» — οιωνός που δεν εμφανίζεται σε εύθετο χρόνο, Αιλ.).
επίρρ...
εὐέδρως (Α)
βεβαίως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -εδρος (< έδρα), πρβλ. πολύ-εδρος, πρό-εδρος].