εύκερως
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
Greek Monolingual
-ων (Α εὔκερως, -ων και ασυναίρ. εὐκέραος, -ον, μτγν. τ. εὐκεράως, -ων, ποιητ. τ. ἠΰκερος)
νεοελλ.
ζωολ. το θηλ. ως ουσ. η εύκερως
γένος υμενόπτερων εντόμων
αρχ.
αυτός που έχει ωραία κέρατα.
επίρρ...
εὐκεράως (Α)
με ωραία κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κερως, (< κέρας), πρβλ. ά-κερως, μονό-κερως].