επισκεπτήριο

From LSJ
Revision as of 08:45, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

κατ' ἐπιταγήν τοῦ αἰωνίου Θεοῦ → by command of the eternal God, by command of God eternal

Source

Greek Monolingual

το
1. μικρό ορθογώνιο κομμάτι σκληρού χαρτιού όπου είναι γραμμένο το όνομα, η διεύθυνση και οι τίτλοι αυτού που το δίνει ή το στέλνει (γράφοντας κάποιο σύντομο μήνυμα, πρόσκληση κ.λπ.)
2. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο επιτρέπονται επισκέψεις σε στρατώνες, φυλακές, νοσοκομεία κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επι-σκέπτ-ομαι + επίθημα -τήριον (πρβλ. εργασ-τήριον, σπουδασ-τήριον). Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στην εφημερίδα Αμάλθεια Σμύρνης].