ηγεμονίδης
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
Greek Monolingual
ο (Α ἡγεμονίδης)
νεοελλ.
γιος ηγεμόνα ή βασιλιά
αρχ.
ηγεμόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηγεμών (-όνος) + κατάλ. -ίδης (πρβλ. ευφρον-ίδης, κηφην-ίδης)].