θεοπαράδοτος
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
English (LSJ)
ον, A delivered by God, Procl. in Cra.p.59 P.; λόγια Marin. Procl.26; σοφία Dam.Pr.311.
German (Pape)
[Seite 1197] von Gott überliefert, Procl. u. K. S.
Greek (Liddell-Scott)
θεοπαράδοτος: -ον, παραδεδομένος ὑπὸ τοῦ θεοῦ, λόγια, πολιτεία Ἐκκλ.
Greek Monolingual
θεοπαράδοτος, -ον (AM)
αυτός που παραδόθηκε από τον θεό στους ανθρώπους («θεοπαράδοτος σοφία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -παράδοτος (< παρα-δίδωμι), πρβλ. ετοιμο-παράδοτος, πατρο-παράδοτος].