λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
-η, -ο
αυτός που κινείται με ηλεκτρισμό («ηλεκτροκίνητο λεωφορείο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλεκτρο- + -κινητος (< κινώ), πρβλ. ατμο-κίνητος, χειρο-κίνητος].