ευπραξία

Revision as of 09:00, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐπραξία, Α και ιων. τ. εὐπρηξίη)
ευκινησία, προσαρμογή τών κινήσεων στον επιδιωκόμενο σκοπό
αρχ.
1. η ευπραξία
2. η καλή διαγωγή, το να πράττει κάποιος ορθά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -πραξία (< πράξις), πρβλ. α-πραξία, δυσ-πραξία].