ιλαδόν

From LSJ
Revision as of 09:55, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)

Source

Greek Monolingual

ἰλαδόν και ἰληδόν (Α)
επίρρ.
1. κατά ίλες, σε ίλες
2. άφθονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴλη + κατάλ. τροπ. επιρρ. -δον (πρβλ. αναφαν-δόν, πρηνη-δόν). Ο τ. ἰλαδόν ήταν πιο εύχρηστος για μετρικούς λόγους].