θηκιόδους

From LSJ
Revision as of 09:40, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

οὐκ ἐπ' ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος → man will not live by bread alone (Matthew 4:4, Luke 4:4)

Source

Greek Monolingual

ο
η θήκη του δοντιού, το φατνίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηκίο, υποκορ. του θήκη (πρβλ. φατνίο) + -όδους (< οδούς «δόντι»), πρβλ. κυν-όδους, μον-όδους].