ισόγαιος

From LSJ
Revision as of 10:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out

Source

Greek Monolingual

ἰσόγαιος, -ον, Α αττ. τ. ἰσόγεως, -ων και επιγρ. ἰσόγειως, -ων (ΑΜ)
1. αυτός που βρίσκεται στην ίδια επιφάνεια με τη γη «τὰς γὰρ θαλὰσσας ἰσογαίους καὶ ἰσοπέδους οἶδα», Πλούτ.)
2. (ο αττ. τ.) ἰσόγεως
στο ίδιο ύψος με το έδαφος, ισόγειος, ισόπεδος («τέμνειν ἰσόγεων», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -γαιος (< γαῖα), πρβλ. μεσό-γαιος, φιλό-γαιος].