καρυδάτος

From LSJ
Revision as of 13:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ καρυδᾱτος, -η, -ον)
νεοελλ.
1. αυτὸς που έχει το σχήμα ή το μέγεθος καρυδιού
2. αυτὸς που παρασκευάζεται από καρύδια («γλυκὸ καρυδάτο»)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ καρυδᾱτον
γλύκισμα απὸ καρύδια και ζάχαρη ή μέλι.
επίρρ...
καρυδάτα (Μ)
με θόρυβο ανάλογο με τον θόρυβο τών καρυδιὼν, όπως ηχούν τα καρύδια που σπάζουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρύδι < κατάλ. -άτος (πρβλ. ξυδ-άτος, χνουδ-άτος)].