κελύφανον

From LSJ
Revision as of 13:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit

Menander, Monostichoi, 153
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κελύφᾰνον Medium diacritics: κελύφανον Low diacritics: κελύφανον Capitals: ΚΕΛΥΦΑΝΟΝ
Transliteration A: kelýphanon Transliteration B: kelyphanon Transliteration C: kelyfanon Beta Code: kelu/fanon

English (LSJ)

[ῡ], τό, A = κέλυφος, Lyc.89, Luc.VH2.38 (dub.).

German (Pape)

[Seite 1416] τό, = κελύφη; VLL. erkl. λεπίσματα τῶν τραγημάτων, vgl. Luc. V. H. 2, 38. Bei Lycophr. 89 Eierschaale.

Greek (Liddell-Scott)

κελύφᾰνον: ῡ, τό, = κέλυφος, κελυφάνῳ ὠστρακωμένην, ἔνθα ὁ Σχολ. «τῷ ὑμένι τοῦ ᾠοῦ περιβεβλημένην», Λυκόφρ. 89, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 38· «κελύφανα· λεπίσματα» Ἡσύχ., «τῶν τραγημάτων» προστίθησιν ὁ Φώτ.· «κελύφανον, ἐπὶ τῶν τραγημάτων καὶ τῶν ὀσπρίων» Ἀμμών. σ. 81.

Greek Monolingual

κελύφανον, τὸ (Α)
το κέλυφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέλυφος + κατάλ. -ανον (πρβλ. έδρ-ανον, όργ-ανον)].

Greek Monotonic

κελύφᾰνον: [ῡ], τό, κέλυφος, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

κελύφᾰνον: (ῡ) τό Luc., v. l. = κέλυφος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κελύφανον -ου, τό [κέλυφος] dop:. κελύφανα καρύων notendoppen Luc. 14.38.

Middle Liddell

κελύ¯φᾰνον, ου, τό, = κέλυφος, Luc.]