λογοτέχνης
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
Greek (Liddell-Scott)
λογοτέχνης: -ου, ὁ, ὁ μετὰ τέχνης κοσμῶν τὸν λόγον, ῥήτωρ, Δοξαπατρ. Ὁμιλ. εἰς Ἀφθόν. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 2, σ. 90, 6. - λογοτεχνία, ἡ, Νικητ. Εὐγ.
Greek Monolingual
ο, θηλ. λογοτέχνις και -ιδα (Μ λογοτέχνης)
νεοελλ.
αυτός που καλλιεργεί τον έντεχνο λόγο, ο συγγραφέας έργων με αισθητική αξία, πεζογράφος ή ποιητής
μσν.
αυτός που κοσμεί τους λόγους του με τέχνη, ρήτορας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόγος + -τέχνης (< τέχνη), πρβλ. καλλι-τέχνης, φαρμακο-τέχνης].