λυσσαλέος

From LSJ
Revision as of 14:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Διάλυε, μὴ σύγκρουε μαχομένους φίλους → Iurgia amicorum solvas, haud intenderis → Den Streit von Freunden schlichte, fache ihn nicht an

Menander, Monostichoi, 122
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λυσσᾰλέος Medium diacritics: λυσσαλέος Low diacritics: λυσσαλέος Capitals: ΛΥΣΣΑΛΕΟΣ
Transliteration A: lyssaléos Transliteration B: lyssaleos Transliteration C: lyssaleos Beta Code: lussale/os

English (LSJ)

α, ον, A raging mad, κύνες A.R.4.1393; also λ. μανίη Man.4.539.

Greek (Liddell-Scott)

λυσσᾰλέος: -α, -ον, λυσσῶν, λυσσασμένος, μανιώδης, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1393.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α λυσσαλέος, -έα, -ον)
1. αυτός που πάσχει από λύσσα
2. μτφ. πολύ οργισμένος ή πολύ ορμητικός («λυσσαλέα επίθεση»).
επίρρ...
λυσσαλέως και -έα
με λύσσα, με μανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + κατάλ. -αλέος (πρβλ. πειν-αλέος, ρωμ-αλέος)].