ἰόπεπλος

From LSJ
Revision as of 16:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt

Menander, Monostichoi, 334
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰόπεπλος Medium diacritics: ἰόπεπλος Low diacritics: ιόπεπλος Capitals: ΙΟΠΕΠΛΟΣ
Transliteration A: iópeplos Transliteration B: iopeplos Transliteration C: iopeplos Beta Code: i)o/peplos

English (LSJ)

[ῐ], ον, A with violet robe, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἰόπεπλος: -ον, φορῶν πέπλον χρώματος ἴου, Ἡσύχ. ἐν λ. ἰόπλοκος.

Greek Monolingual

ἰόπεπλος, -ον (Α)
αυτός που φορά πέπλο με χρώμα ίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -πεπλος (< πέπλος), πρβλ. αγλαό-πεπλος, καλλί-πεπλος].