Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
και λουβιάρης, -άρα, -ικο
αυτός που πάσχει από λώβα, λεπρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λώβα «λέπρα» + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. αγαθ-ιάρης, λιγδ-ιάρης)].