ηχολήπτης

From LSJ
Revision as of 09:40, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source

Greek Monolingual

ο
ο υπεύθυνος για την εγγραφή του ήχου (ηχοληψία) τεχνικός τών κινηματογραφικών ή τηλεοπτικών συνεργείων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήχος + -λήπτης (< λαμβάνω), πρβλ. ανα-λήπτης, παρα-λήπτης. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. sound-engineer].