ηχολήπτης

From LSJ

χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → when a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him | when good men are being dragged down, anyone with worthy credentials must feel their pain | when the noble are afflicted, those who all their lives have been deemed loyal must mourn

Source

Greek Monolingual

ο
ο υπεύθυνος για την εγγραφή του ήχου (ηχοληψία) τεχνικός τών κινηματογραφικών ή τηλεοπτικών συνεργείων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήχος + -λήπτης (< λαμβάνω), πρβλ. αναλήπτης, παραλήπτης. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. sound-engineer].