καμηλωτή

From LSJ
Revision as of 13:01, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Πολλοὺς ὁ καιρὸς οὐκ ὄντας ποιεῖ φίλους → Occasione amicus fit, qui non fuit → Die rechte Zeit macht manchen, der's nicht ist, zum Freund

Menander, Monostichoi, 446

German (Pape)

[Seite 1316] ἡ, sc. δορά, Kameelhaut, oder ἐσθής, Kleid von Kameelhaar, vgl. Lob. Paralip. p. 332.

Greek Monolingual

η
1. το δέρμα της καμήλας
2. κουβέρτα ή ρούχο που φτιάχνεται από τρίχες καμήλας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καμήλα + κατάλ. -ωτή, θηλ. του -ωτός (πρβλ. αγκυλ-ωτός, καγκελ-ωτός)].