καινοτοκώ

From LSJ
Revision as of 10:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source

Greek Monolingual

καινοτοκῶ, -έω (Α)
γεννώ καινούργια πράγματα, δημιουργώ ή παράγω καινούργια πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -τοκῶ (< -τόκος < τόκος < τίκτω), πρβλ. πρωτο-τοκώ, τελειο-τοκώ].