ἱερολόγος

From LSJ
Revision as of 10:43, 24 August 2021 by Spiros (talk | contribs)

τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis

Source

German (Pape)

[Seite 1241] ὁ, heilige Worte sprechend, geistlicher Redner, Eust.

Greek Monolingual

ὁ (ΑΜ ἱερολόγος)
κήρυκας του θείου λόγου
μσν.
ιερέας που ευλογεί τον γάμο
αρχ.
στον πληθ. οἱ ἱερολόγοι
οι συγγραφείς ιερών λόγων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -λόγος (< λέγω), πρβλ. αγιολόγος, θεολόγος.

Greek (Liddell-Scott)

ἱερολόγος: ὁ ἱερολογῶν, ὁμιλῶν περὶ ἱερῶν πραγμάτων, Φίλων Βυβλ. παρ’ Εὐσεβ. ΙΙΙ. 72 D· ἱερὸς συγγραφεύς, Διδ. Ἀλ. 681Β, Διον. Ἀρεοπ. 709Α. ΙΙ, ὁ εὐλογῶν γάμον ἱερεύς, Εὐστ. Πονημάν. 64. 85.