χωλόπους

From LSJ
Revision as of 15:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χωλόπους Medium diacritics: χωλόπους Low diacritics: χωλόπους Capitals: ΧΩΛΟΠΟΥΣ
Transliteration A: chōlópous Transliteration B: chōlopous Transliteration C: cholopous Beta Code: xwlo/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, gen. -ποδος, A lame-footed, Man.4.118.

German (Pape)

[Seite 1386] πουν, gen. ποδος, lahmfüßig, fußlahm, Maneth. 4, 118.

Greek (Liddell-Scott)

χωλόπους: ὁ, ἡ, ὁ χωλὸς τοὺς πόδας, χωλόποδας τεύχει καὶ ἀσθενέας Μανέθων 4. 118.

Greek Monolingual

-ουν, ΝΜΑ και χωλοίπους Α
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο χωλόπους
ζωολ. γένος νωδών θηλαστικών της οικογένειας βραδυποδίδες, κν. ουνάου
μσν.-αρχ.
χωλός, κουτσός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χωλός + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. μικρό-πους. Η λ. με την επιστημον. της σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. choloepus].