πρωτογόνος

From LSJ
Revision as of 11:03, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωτογόνος Medium diacritics: πρωτογόνος Low diacritics: πρωτογόνος Capitals: ΠΡΩΤΟΓΟΝΟΣ
Transliteration A: prōtogónos Transliteration B: prōtogonos Transliteration C: protogonos Beta Code: prwtogo/nos

English (LSJ)

ἡ, bringing forth first, implied by Poll. 4.208.

Greek Monolingual

-η, -ον, θηλ, και -ος, Α
1. (το θηλ ως κύριο όν.) Πρωτογόνη
ονομασία της Περσεφόνης
2. το θηλ. ως ουσ.πρωτογόνος
αυτή που γεννάει για πρώτη φορά, πρωτόγεννη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -γόνος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. παντο-γόνος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.].