οδοιδόκος

From LSJ
Revision as of 12:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source

Greek Monolingual

ὁδοιδόκος, ὁ (Α)
(συν. για ληστές) αυτός που παραμονεύει, που καραδοκεί στους δρόμους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδοῖ, τοπική του ουσ. ὁδός + -δόκος (< δέχομαι), πρβλ. ξενο-δόκος. Η χρησιμοποίηση της τοπικής πτώσης αντί της ονομαστικής στο α' συνθετικό οφείλεται σε μετρικούς λόγους προς αποφυγή τών αλλεπάλληλων βραχειών συλλαβών].