ὁδοιδόκος
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
English (LSJ)
ὁ, footpad, highwayman, Plb.13.8.2, Posidon.36 J., D.Chr.4.95. (From Οδοῖ, old loc. of ὁδός, and δέκομαι, = δέχομαι, wait.)
German (Pape)
[Seite 293] ὁ, der Wegeauflauerer, Räuber; Pol. 13, 8, 2; Ath. V, 214 b; vgl. Lob. Phryn. 647.
Russian (Dvoretsky)
ὁδοιδόκος: ὁ грабитель с большой дороги Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
ὁδοιδόκος: -ον, ὁ παραφυλάττων, ἐνεδρεύων ἐν ταῖς ὁδοῖς ὡς οἱ λησταί, Πολύβ. 13. 8, 2, Ἀθήν. 214Β· πρβλ. Λοβ. Φρύνιχ. 647. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὁδοιδόκος, κλώψ, ἐνεδρευτής, κακοῦργος ἐν ταῖς ὁδοῖς, λῃστής», πρβλ. Σουΐδ. ἐν λέξει.
Greek Monolingual
ὁδοιδόκος, ὁ (Α)
(συν. για ληστές) αυτός που παραμονεύει, που καραδοκεί στους δρόμους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδοῖ, τοπική του ουσ. ὁδός + -δόκος (< δέχομαι), πρβλ. ξενοδόκος. Η χρησιμοποίηση της τοπικής πτώσης αντί της ονομαστικής στο α' συνθετικό οφείλεται σε μετρικούς λόγους προς αποφυγή τών αλλεπάλληλων βραχειών συλλαβών].