ὀρειτύπος

From LSJ
Revision as of 09:20, 23 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " ;" to ";")

τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρειτύπος Medium diacritics: ὀρειτύπος Low diacritics: ορειτύπος Capitals: ΟΡΕΙΤΥΠΟΣ
Transliteration A: oreitýpos Transliteration B: oreitypos Transliteration C: oreitypos Beta Code: o)reitu/pos

English (LSJ)

[ῠ], ον, (τύπτω) A working in the mountains: ὀρειτύποι, acc. to Gal. 17(2).49, were wood-cutters and quarry-men, who brought down materials from the mountains :—so ὀρεοτύποι, Thphr. HP3.3.7, 3.12.4, al. (but ὀρει- CP5.11.3); ὀροιτύποι, Nic.Th.5,377, AP7.445 (Pers.), Eleg.Alex.Adesp.1.6; cf. also ὀροτύπος.

German (Pape)

[Seite 372] in den Gebirgen hauend; Holz fällend, Pers. Theb. 7 (VII, 445), wo auf dem Grabe als Zeichen ihres Gewerbes δουροτόμοι πελέκεις abgebildet sind; Steine behauend, übh. Bergarbeit verrichtend (?). – Aber ὀρειτύποι Γίγαντες sind die Giganten, welche mit abgerissenen Bergspitzen um sich schlagen, poet. in VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρειτύπος: [ῠ], -ον, (τύπτω) ὁ ἐπὶ τῶν ὀρέων ἐργαζόμενος, ὀρειτύποι, κατὰ τὸν Γαλην. 9. 449C, ἦσαν οἱ λατόμοι καὶ ὑλοτόμοι οἱ καταβιβάζοντες ὑλικὸν ἐκ τῶν ὀρέων· οὕτως ὀρεοτύποι, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 3, 7., 3. 12, 4, κ. ἀλλ.· ὀροιτύποι, Νικ. Θηρ. 5, 377, Ἀνθ. Π. 7. 445· - πρβλ. ὡσαύτως ὀροτύπος.

Greek Monolingual

ὀρειτύπος και ὀρεοτύπος και ὀροιτύπος και ὀροτύπος, -ον (Α)
αυτός που εργάζεται στα όρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει- / ὀρεο- / ὀρο- / ὀροι- (βλ. λ. όρος [II]) + -τύπος (< τύπτω «χτυπώ»), πρβλ. χαλκο-τύπος.