εὐαρεστία

From LSJ
Revision as of 01:45, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

καί τιν᾿ ὀίω αἵματί τ' ἐγκεφάλῳ τε παλαξέμεν ἄσπετον οὖδας ἀνδρῶν μνηστήρων, οἵ τοι βίοτον κατέδουσιν → and I think some one of the suitors that devour your property shall bespatter the vast earth with his blood and brains

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐᾰρεστία Medium diacritics: εὐαρεστία Low diacritics: ευαρεστία Capitals: ΕΥΑΡΕΣΤΙΑ
Transliteration A: euarestía Transliteration B: euarestia Transliteration C: evarestia Beta Code: eu)aresti/a

English (LSJ)

ἡ, A = εὐαρέστησις, Hierocl.in CA11p.442M.: in pl., individual tastes, predilections, Phld.Rh.1.152S.

Greek (Liddell-Scott)

εὐαρεστία: ἡ, = εὐαρέστησις, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 6, 8, ὡς διάφ. γραφ. Κλημέντια 257Β, κλ.

Greek Monolingual

εὐαρεστία, ἡ (Α) ευάρεστος
1. η ευαρέστηση
2. στον πληθ. αἱ εὐαρεστίαι
η αρέσκεια, η ατομική προτίμηση, τα ατομικά γούστα.