σύνηλυς

From LSJ
Revision as of 12:17, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύνηλῠς Medium diacritics: σύνηλυς Low diacritics: σύνηλυς Capitals: ΣΥΝΗΛΥΣ
Transliteration A: sýnēlys Transliteration B: synēlys Transliteration C: synilys Beta Code: su/nhlus

English (LSJ)

ῠδος, ὁ, ἡ, in pl., A convenae, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1023] υδος, ὁ, ἡ, mitgehend, zusammenkommend, Sp., wie Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

σύνηλῠς: ῠδος, ὁ, ἡ, ὁ ἐρχόμενος ὁμοῦ μετά τινος, συνερχόμενος, αὐτὸς ὁμοῦ γνωτοί τε συνήλυδες Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 2. 65, 17, 75. κτλ.˙ πρβλ. σύγκλυς.

Greek Monolingual

-υδος, ὁ, ἡ, ΜΑ
1. αυτός που έρχεται ή πορεύεται μαζί με άλλον
2. (κατ' επέκτ.) αυτός που συγκεντρώνεται στο ίδιο σημείο με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -ηλυς (< θ. εληθ-, συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας ελευθ-, πρβλ. ἐλεύσομαι, μελλ. του ρ. ἐλεύθω «έρχομαι») με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. ἔπ-ηλυς)].