φαρμακίς

Revision as of 17:55, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")

English (LSJ)

ίδος, fem. of φαρμακεύς, A sorceress, witch, D.25.79, Arist.HA577a13, A. R.4.53:— as Adj., γυνὴ φ. Ar.Nu.749; irreg. Sup., φαρμακιστόταται γυναικῶν J.AJ17.4.1, cf. Suid. s.v. Μήδεια. II fem. Adj., poisonous, venomous, σαύρα Nic.Al.538.

German (Pape)

[Seite 1256] ίδος, ἡ, fem. zu φαρμακεύς, 1) Zaubrerinn, Giftmischerinn; γυνή Ar. Nubb. 739; Dem. 25, 79; Ep. ad. 113 (V, 205) u. a. sp. D. – 2) als fem. adj. giftig, Nic. Al. 551.

Greek (Liddell-Scott)

φαρμᾰκίς: -ίδος, θηλ. τοῦ φαρμακεύς, γόησσα, μάγισσα, Λατ. venefica, Ἀριστοφ. Νεφ. 749, Δημ. 793. 27, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 22, 18· πρβλ. φαρμάκεια, φαρμακείᾱ 2. ΙΙ. ὡς θηλ. ἐπίθετ., δηλητηριώδης, ἰοβόλος, σαύρα Νικ. Ἀλεξιφ. 551.

French (Bailly abrégé)

ίδος
adj. f.
qui manie du poison ; ἡ φαρμακίς magicienne, sorcière.
Étymologie: φάρμακον.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
1. μάγισσα
2. (με σημ. επιθ.) δηλητηριώδης
3. (κατά τον Ησύχ.) α) «φαρμακὶς... καὶ εἶδος φαρμάκου»
β) «φαρμακὶς... ἢ ἀκρίς».
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακον + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. ἀνθρακ-ίς)].

Greek Monotonic

φαρμᾰκίς: -ίδος, θηλ. του φαρμακεύς, γόησσα, μάγισσα, γητεύτρια, Λατ. venefica, σε Αριστοφ., Δημ.

Russian (Dvoretsky)

φαρμᾰκίς: ίδος ἡ колдунья, ворожея, чародейка Arph., Dem., Arst., Luc.

Middle Liddell

φαρμᾰκίς, ίδος, [fem. of φαρμακεύς
a sorceress, witch, Lat. venefica, Ar., Dem.

English (Woodhouse)

enchantress