φαρμάκεια
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
ἡ, = φαρμακίς, name for σίττη (διὰ τὸ πολύιδρις εἶναι), Id.HA616b23.
German (Pape)
[Seite 1255] ἡ, = φαρμακίς, Arist. H. A. 6, 18. 9, 17.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
c. φαρμακίς.
Greek (Liddell-Scott)
φαρμάκειᾰ: ἡ, = φαρμακίς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 17, 1.
Russian (Dvoretsky)
φαρμάκεια: ἡ Arst. = φαρμακίς.