πυρίφατος
From LSJ
Οὐδεὶς μετ' ὀργῆς ἀσφαλῶς βουλεύεται → Consilia sunt intuta, quibus ira adsidet → Im Zorn fasst keiner ungefährdet einen Plan
English (LSJ)
ον, (θείνω ΙΙ) slain by fire, >A.Supp. 633 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 823] vom Feuer zerstört, πὁλις, Aesch. Suppl. 627.
Greek (Liddell-Scott)
πῠρίφᾰτος: -ον, (πέφαμαι) ὁ πυρὶ ἀναλωθείς, πυρίφατον τάνδε πελασγίαν [πόλιν] Αἰσχύλ. Ἱκ. 633.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που καταστράφηκε από φωτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -φατος (< θείνω «φονεύω» — για την εναλλαγή θ-/φ-
βλ. λ. θείνω), πρβλ. δουρί-φατος].
Russian (Dvoretsky)
πῠρίφᾰτος: (ῐ) уничтоженный огнем (πόλις Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυρίφατος -ον [πῦρ, ~ θείνω] door vuur verwoest.