αμελώ

From LSJ
Revision as of 23:29, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours

Source

Greek Monolingual

(-έω) (Α ἀμελῶ)
1. παραμελώ, δεν φροντίζω, ολιγωρώ, αδιαφορώ
2. παθ. δεν βρίσκω την απαραίτητη φροντίδα, δεν μού δίνεται η δέουσα προσοχή, καταφρονούμαι, παραμελούμαι
αρχ.
1. είμαι αμελής, απρόσεκτος, αδιάφορος
2. παραβλέπω, ανέχομαι
3. επίρρ. ἠμελημένως
απρόσεκτα, αδιάφορα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμελὴς Ι.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμελητής, ἀμελητί
(αρχ. -μσν.) ἀμελητικός
νεοελλ.
άμελος, αμελητέος].