irregular
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English > Greek (Woodhouse)
adjective
not correct: P. and V. οὐκ ὀρθός.
uneven (of ground): P. ἀνώμαλος.
irregular troops: P. and V. πελτασταί, οἱ (Eur., Rhesus), γυμνῆτες, οἱ (Xen.), ψιλοί, οἱ.
Spanish > Greek
ἐμπαθής, ἀνώμαλος, ἄτακτος, ἔκθεσμος, ἀκατάστατος, ἄλογος, δύσκλιτος, ἔκρυθμος, ἀνωμαλής, ἀκανόνιστος, ἀσταθής, ἀνακόλουθος, ἀνυπότακτος, ἀσύστατος, ἀΐδρυτος