ἀνωμαλής

From LSJ

ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνωμᾰλής Medium diacritics: ἀνωμαλής Low diacritics: ανωμαλής Capitals: ΑΝΩΜΑΛΗΣ
Transliteration A: anōmalḗs Transliteration B: anōmalēs Transliteration C: anomalis Beta Code: a)nwmalh/s

English (LSJ)

ἀνωμαλές, = ἀνώμαλος, Epicur. Ep.2p.53U., Arist.Pr.918a11; ἡ φωνὴ μεταβάλλει ἐπὶ τὸ . . ἀνωμαλέστερον Id.HA581a18. Adv. ἀνωμαλῶς Id.Ph.265b12.

Spanish (DGE)

-ές
I 1adj. irregular del mov. de un astro, Epicur.Ep.[3] 113.
2 subst. τὸ ἀνωμαλές = la desigualdad Arist.Fr.918a11, ἥ τε φωνὴ μεταβάλλειν ἄρχεται ἐπὶ τὸ τραχύτερον καὶ ἀνωμαλέστερον la voz empieza a transformarse en (un sonido) más ronco y más desigual Arist.HA 581a 18.
II adv. ἀνωμαλῶς = de forma desigual φέρεσθαι Arist.Ph.265b12.

German (Pape)

[Seite 268] ές (ὁμαλός), ungleich, uneben, Theophr.; ἀνωμαλεστέρα φωνή neben τραχυτέρα Arist. H. A. 7, 1.

Russian (Dvoretsky)

ἀνωμαλής: Arst. = ἀνώμαλος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνωμᾰλής: -ές, (ὁμαλὸς) = ἀνώμαλος, Ἀριστ. Προβλ. 19. 6, 1· ἡ φωνὴ μεταβάλλει ἐπὶ τό… ἀνωμαλέστερον ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 7, 1, 3. - Ἐπίρρ. ἀνωμαλῶς = ἀνωμάλως, ὁ αὐτ. Φυσ. 8. 9, 5.

Greek Monolingual

ἀνωμαλής (-οῦς), -ές (Α)
ανώμαλος.