ἔκρυθμος
κακῷ δέ τῳ προσεικάζω τάδε → I think this looks like mischief, these things sound ominous to me, these things sound evil to me, I consider these things ominous, I liken these things to something bad
English (LSJ)
ἔκρυθμον,
A out of tune, S.E.M.11.186, Philostr.VA8.7.
II of the pulse, irregular, Gal.8.516.
Spanish (DGE)
-ον
1 del pulso, irregular, σφυγμός Gal.9.471, cf. 8.515, 516.
2 mús. arrítmico subst. neutr. plu. ἔκρυθμα = los elementos arrítmicos ἡ μουσικὴ ἐπιστήμη τίς ἐστιν ... ἐνρύθμων τε καὶ ἐκρύθμων S.E.M.6.38
•fuera de compás ἁρμονίᾳ κολακευτικῇ ἄχθομαι, δοκεῖ γάρ μοι τῶν ἐκρύθμων τε καὶ οὐκ εὐφθόγγων εἶναι Philostr.VA 8.7 (p.325).
German (Pape)
[Seite 778] außer dem Tact, unrhythmisch; καὶ οὐκ εὔφθογγος Philostr.; Gegensatz ἔνρυθμος, Sext. Emp. adv. Math. 6, 38.
Russian (Dvoretsky)
ἔκρυθμος: лишенный ритма, неритмичный (ἡ μουσικὴ ἐπιστήμη ἐνρύθμων τε καὶ ἐκρύθμων Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
ἔκρυθμος: -ον, ὁ μὴ ἔνρυθμος, παράφωνος, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 186, Φιλόστρ. 352.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἔκρυθμος, -ον)
ο εκτός ρυθμού, ο άρρυθμος
νεοελλ.
διαταραγμένος («έκρυθμη κατάσταση»)
αρχ.
1. άρρυθμος, χωρίς ρυθμό («ἡ μουσικὴ επιστήμη τίς ἐστιν ἐνρύθμων τε καὶ ἐκρύθμων», Σέξτ. Εμπ.)
2. (για σφυγμό) ανώμαλος (επίρρ., εκρύθμως και έκρυθμα).