μοσχοκάρυδο
From LSJ
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
Greek Monolingual
και μοσκοκάρυδο και μοσχοκάρυο, το (ΑΜ μοσχοκάρυο, Μ μοσχοκάρυδο και μοσκοκάρυδο και μουσκοκάρυδο)
ο καρπός της μοσχοκαρυδιάς, μπαχαρικό που αποτελείται από τα σπέρματα του αειθαλούς δίοικου δένδρου Μyristica fragrans της οικογένειας μυριστικίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοσχ(ο)- + κάρυον «καρύδι». Ο τ. μοσχοκάρυδο < μοσχ(ο)- + καρύδι].